ακεράτωτος

ακεράτωτος
-η, -ο [κερατώνω]
1. αυτός που δεν κερατώθηκε, που δεν απατήθηκε από τη γυναίκα του, που δεν ατιμάστηκε η συζυγική του πίστη, ή, αντίστροφα, αυτή που ο άντρας της δεν τήν απάτησε, δεν ατίμασε τη συζυγική πίστη
2. κατ’ επέκταση, αυτός που δεν ατιμάστηκε από ανήθικη συμπεριφορά τής αδελφής ή τής μητέρας του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακεράτωτος — η, ο αυτός του οποίου δεν προσβλήθηκε η τιμή από ανηθικότητα της γυναίκας του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”